ἐνορούω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
leap in or leap upon, usually of an assault, c. dat., Τρωσὶ.. ἐνόρουσεν Il.16.783; ὡς δὲ λέων.. αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι.. ἐνορούσῃ 10.486: abs., ἐν δ' Ἀγαμέμνων πρῶτος ὄρουσε 11.217; ὕδωρ ἀνέδην ἐνοροῦον prob. in Hp.Cord.2; of fish, νήεσσιν ἐ. Opp.H.2.516.
Spanish (DGE)
lanzarse, saltar, abalanzarse ἐν δ' Ἀγαμέμνων πρῶτος ὄρουσε Il.11.217 (tm.), εἷς δ' ἐνόρουσε βοάσαις Pi.O.8.40
•gener. c. dat. Πάτροκλος δὲ Τρωσὶ κακὰ φρονέων ἐνόρουσεν Patroclo cargó contra los troyanos con funestas intenciones, Il.16.783, cf. Q.S.11.222, λέων ... αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.486, Διογένης ἔφη νομίζειν ὁρᾶν τὴν Τύχην ἐνορούουσαν αὐτῷ Diog.148, de los atunes heridos πολλάκι καὶ νήεσσιν ... ἐνόρουσαν Opp.H.2.516, c. giro prep. ἐν τῇ γαστρὶ λὰξ ἐνώρουσα Hippon.107.13 (dud.), πᾶσαι ... ἐνόρουσαν ἄελλαι ἐς πέλαγος Q.S.14.251
•de líquidos ὕδωρ ἀνέδην ἐνοροῦον ... βῆχα παρέχει el agua al lanzarse sin freno (por la garganta) produce tos Hp.Cord.2.
German (Pape)
[Seite 850] anstürmen, darauf losspringen, anfallen, angreifen; Τρωσί Il. 16, 783; ὡς δὲ λέων αἴγεσιν ἐνορούσῃ 10, 486. 11, 149; in tmesi, ἐν δ' Ἀγαμέμνων πρῶτος ὄρουσε 11, 217.
French (Bailly abrégé)
s'élancer, se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ὀρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνορούω: устремляться, бросаться, нападать (ὡς λέων αἴγεσιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορούω: μέλλ. -ούσω, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι κατά τινος, ἀείποτε ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐπιθέσεως, μετὰ δοτ., Πάτροκλος δὲ Τρωσὶ κακὰ φρονέων ἐνόρουσε Ἰλ. Π. 783· ὡς τὸ ἐπορούω, ἐπιπίπτω, ἐφορμῶ κατά τινος, ὡς δὲ λέων... αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι... ἐνορούσῃ Κ. 486· ἀπολ., ἐν δ’ Ἀγαμέμνων πρῶτος ὤρουσε Λ. 217.
English (Autenrieth)
aor. ἐνόρουσα: spring upon, rush or charge upon, w. dat.; of warriors, of a lion, Il. 16.783, Il. 10.486.
English (Slater)
ἐνορούω, leap in ἐνόρουσε (coni. Christ: ἐπ-, ἐσόρουσε, ὄρουσε codd.) (O. 8.40) ]
Greek Monolingual
ἐνορούω (Α) ορούω
αναπηδώ, τινάζομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐνορούω: μέλ. -ούσω, αναπηδώ ή τινάζομαι προς την κατεύθυνση κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.