ἐπερείδω: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπερείδω]])<br />[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπρώχνω]], [[μπήγω]] [[κάπου]] («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] [[[ἔγχος]]] νείατον ἐς κενεῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]] («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σπρώχνω]] την πόρτα για να κλείσει καλά<br /><b>3.</b> [[εντείνω]] ([[κυρίως]] τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντιστέκομαι]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] όλη τη [[δύναμη]] του ενός [[εναντίον]] άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου [[κάπου]] («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[στέλνω]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπερείδομαι</i><br />α) [[είμαι]] πλαγιασμένος [[κάπου]]<br />β) [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου [[κάπου]] («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]] - ωθώ»].
|mltxt=(AM [[ἐπερείδω]])<br />[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπρώχνω]], [[μπήγω]] [[κάπου]] («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] [[[ἔγχος]]] νείατον ἐς κενεῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]] («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σπρώχνω]] την πόρτα για να κλείσει καλά<br /><b>3.</b> [[εντείνω]] ([[κυρίως]] τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντιστέκομαι]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] όλη τη [[δύναμη]] του ενός [[εναντίον]] άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου [[κάπου]] («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[στέλνω]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπερείδομαι</i><br />α) [[είμαι]] πλαγιασμένος [[κάπου]]<br />β) [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου [[κάπου]] («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]] - ωθώ»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπερείδω:''' μέλ. <i>-ερείσω</i>, [[οδηγώ]], ωθώ [[εναντίον]], [[ἔγχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον</i>, έβαλε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] σε αυτό, σε Όμηρ.· <i>ἐπ. τὴν φάλαγγά τινι</i>, [[φέρνω]] ολόκληρη τη [[δύναμη]] της [[φάλαγγας]] [[εναντίον]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[λαίφη]] προτόνοις ἐπερειδόμεναι, υποστηρίζοντας, ενισχύοντας τα [[ιστία]], τα πανιά τους στα σκοινιά, σε Ευρ. — Παθ., στηρίζομαι ή [[ακουμπώ]] πάνω σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[αντιστέκομαι]] με όλη μου τη [[δύναμη]], στον ίδ.
}}
}}