3,274,919
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπερείδω:''' μέλ. <i>-ερείσω</i>, [[οδηγώ]], ωθώ [[εναντίον]], [[ἔγχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον</i>, έβαλε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] σε αυτό, σε Όμηρ.· <i>ἐπ. τὴν φάλαγγά τινι</i>, [[φέρνω]] ολόκληρη τη [[δύναμη]] της [[φάλαγγας]] [[εναντίον]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[λαίφη]] προτόνοις ἐπερειδόμεναι, υποστηρίζοντας, ενισχύοντας τα [[ιστία]], τα πανιά τους στα σκοινιά, σε Ευρ. — Παθ., στηρίζομαι ή [[ακουμπώ]] πάνω σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[αντιστέκομαι]] με όλη μου τη [[δύναμη]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπερείδω:''' μέλ. <i>-ερείσω</i>, [[οδηγώ]], ωθώ [[εναντίον]], [[ἔγχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον</i>, έβαλε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] σε αυτό, σε Όμηρ.· <i>ἐπ. τὴν φάλαγγά τινι</i>, [[φέρνω]] ολόκληρη τη [[δύναμη]] της [[φάλαγγας]] [[εναντίον]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[λαίφη]] προτόνοις ἐπερειδόμεναι, υποστηρίζοντας, ενισχύοντας τα [[ιστία]], τα πανιά τους στα σκοινιά, σε Ευρ. — Παθ., στηρίζομαι ή [[ακουμπώ]] πάνω σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[αντιστέκομαι]] με όλη μου τη [[δύναμη]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπερείδω:''' <b class="num">1)</b> упирать: ἐ. τὴν διάνοιάν τινι Plut. целиком посвятить свои мысли чему-л.; ἐ. ἑαυτόν τινι Plut. полностью отдаться чему-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. натягивать, укреплять ([[λαίφη]] προτόνοις Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. упираться, опираться (βακτηρίαις Arph.; δόρασι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. med. [[βία]] ἐ. Plat.) оказывать сопротивление, сопротивляться (τοῖς ἀντιτεταγμένοις Plut.; med. [[τορῶς]] Arph.);<br /><b class="num">5)</b> вдавливать, вонзать (νείατον ἐς κενεῶνα, sc. [[ἔγχος]] Hom.; [[δάκτυλος]] ἐπερεισθείς Sext.);<br /><b class="num">6)</b> напрягать (ἶνα [[ἀπέλεθρον]] Hom.);<br /><b class="num">7)</b> воен. бросать в бой (ὅλην τὴν φάλαγγα τοῖς Ῥωμαίοις Plut.). | |||
}} | }} |