ἐνθερμαίνω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐνθερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] υπερβολικά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]] πόθο σε κάποιον («[[εἴπερ]] ἐντεθέρμανται πόθῳ», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐνθερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] υπερβολικά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]] πόθο σε κάποιον («[[εἴπερ]] ἐντεθέρμανται πόθῳ», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]], [[πυρώνω]] — Παθ., <i>ἐντεθέρμανται πόθῳ</i>, είναι θερμοί από [[πάθος]], σε Σοφ.
}}
}}