ἐνθερμαίνω

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθερμαίνω Medium diacritics: ἐνθερμαίνω Low diacritics: ενθερμαίνω Capitals: ΕΝΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enthermaínō Transliteration B: enthermainō Transliteration C: enthermaino Beta Code: e)nqermai/nw

English (LSJ)

heat, in Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, S.Tr.368.

German (Pape)

[Seite 842] darin erwärmen, ἐντεθέρμανται πόθῳ, Soph. Tr. 367, von Liebesverlangen durchglüht.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. Pass. 3ᵉ pl. ἐντεθέρμανται;
échauffer dans fig.
Étymologie: ἐν, θερμαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω: - Παθ., εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ, ἐὰν εἶναι ἔνθερμοι ἐκ πόθου, Σοφ. Τρ. 368: πρβλ. ἐνθάλπω.

Greek Monolingual

ἐνθερμαίνω)
1. θερμαίνω υπερβολικά
2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.

Middle Liddell

to heat:—Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, Soph.