ἐπίγαμος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγαμος]], -ον (Α) [[γάμος]]<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] γάμου.
|mltxt=[[ἐπίγαμος]], -ον (Α) [[γάμος]]<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] γάμου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγᾰμος:''' -ον ([[γαμέω]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}