ἐπίγαμος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγᾰμος Medium diacritics: ἐπίγαμος Low diacritics: επίγαμος Capitals: ΕΠΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: epígamos Transliteration B: epigamos Transliteration C: epigamos Beta Code: e)pi/gamos

English (LSJ)

ἐπίγαμον,
A marriageable, masc. in Hdt.1.196; more freq. as fem., D.40.4, Pl. Ep.361d, Men.658, Epit.575, etc.
II. = πατρῷος, Hsch. (fort. ἐπίπαμος· πατρῶχος).

German (Pape)

[Seite 931] heirathsfähig, (an der Heirath); Her. 1, 196; θυγάτηρ Dem. 40, 4; Men. fr. inc. 114; Plut. Cat. min. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nubile.
Étymologie: ἐπί, γάμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγᾰμος: достигший брачного возраста (θυγάτηρ Arst., Dem.; ἀδελφῑδῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγᾰμος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν γάμου, Ἡρόδ. 1. 196, Δημ. 1009, 14, κτλ.

Greek Monolingual

ἐπίγαμος, -ον (Α) γάμος
αυτός που έχει ηλικία γάμου.

Greek Monotonic

ἐπίγᾰμος: -ον (γαμέω), αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.

Middle Liddell

ἐπί-γᾰμος, ον γαμέω
marriageable, Hdt., Dem.