3,270,428
edits
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔξυπνος:''' -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, [[ξύπνιος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |