Anonymous

ἔξυπνος: Difference between revisions

From LSJ
12
(T22)
(12)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)  
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]].
}}
}}