3,270,346
edits
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).) | |txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]]. | |||
}} | }} |