ἐπιβόσκομαι: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβόσκομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> τρέφομαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους<br /><b>3.</b> [[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] από [[κάπου]] την [[τροφή]] μου<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]].
|mltxt=[[ἐπιβόσκομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> τρέφομαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους<br /><b>3.</b> [[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] από [[κάπου]] την [[τροφή]] μου<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβόσκομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ζώα ([[κυρίως]] βοοειδή), [[βόσκω]] ή τρέφομαι με, <i>τινι</i>, σε Βατραχομ.<br /><b class="num">II.</b> [[βόσκω]], τρέφομαι [[μεταξύ]] του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
}}
}}