ἐπιταχύνω: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[επισπεύδω]], [[επείγω]], ωθώ προς τα [[εμπρός]], σε Θουκ.
}}
}}