Anonymous

ἐπιταχύνω: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=hâter, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ταχύνω]].
|btext=hâter, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ταχύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
}}
}}