εὔγομφος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔγομφος]], -ον (Α)<br />καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γόμφος]] «σφηνοειδές [[καρφί]]»].
|mltxt=[[εὔγομφος]], -ον (Α)<br />καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γόμφος]] «σφηνοειδές [[καρφί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.
}}
}}