Anonymous

εὔγομφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔγομφος:''' крепко сколоченный (πύλαι Eur.).
}}
}}