3,274,921
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔγομφος:''' крепко сколоченный (πύλαι Eur.). | |||
}} | }} |