εὐηθικός: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηθικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> [[ευήθης]], με καλό [[ήθος]], καλό χαρακτήρα<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[αφελής]], [[χαζός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐηθικῶς</i><br />ανόητα, χαζά.
|mltxt=[[εὐηθικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> [[ευήθης]], με καλό [[ήθος]], καλό χαρακτήρα<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[αφελής]], [[χαζός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐηθικῶς</i><br />ανόητα, χαζά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθικός:''' -ή, -όν ([[εὐήθης]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[φύση]], [[ποιότητα]] ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}