Anonymous

εὐηθικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθικός:''' -ή, -όν ([[εὐήθης]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[φύση]], [[ποιότητα]] ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''εὐηθικός:''' -ή, -όν ([[εὐήθης]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[φύση]], [[ποιότητα]] ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐηθικός:''' Plat., Arst. = [[εὐήθης]].
}}
}}