ἐρίκλαυστος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίκλαυστος]], -ον και [[ἐρίκλαυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] έχει κλάψει πολύ, ο [[πολύκλαυτος]], ο [[πολυθρήνητος]] («[[ἐρίκλαυστος]] [[πόλεμος]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]])].
|mltxt=[[ἐρίκλαυστος]], -ον και [[ἐρίκλαυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] έχει κλάψει πολύ, ο [[πολύκλαυτος]], ο [[πολυθρήνητος]] («[[ἐρίκλαυστος]] [[πόλεμος]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίκλαυστος:''' και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει [[πολύ]], [[βροντερός]], σε Ανθ.
}}
}}