Anonymous

ἐρίκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίκλαυστος:''' και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει [[πολύ]], [[βροντερός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐρίκλαυστος:''' και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει [[πολύ]], [[βροντερός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[much]]-[[weeping]], Anth.
}}
}}