3,254,072
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[στόμα]], πλατύτερο από το συνηθισμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ευρύστομος]]<br />[[γένος]] κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>στομος</i>, <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[στόμα]], πλατύτερο από το συνηθισμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ευρύστομος]]<br />[[γένος]] κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>στομος</i>, <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐρύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]] ή [[στόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |