Anonymous

εὐρύστομος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]] ή [[στόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐρύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]] ή [[στόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύστομος:''' досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).
}}
}}