ἠλιτόμηνος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠλιτόμηνον</i><br />η πρόωρη [[γέννηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αλιτ</i>- του αορ. <i>αλιτείν</i> «[[διαπράττω]] [[σφάλμα]] εις [[βάρος]] κάποιου» (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i> «[[μήνας]]»). Το αρχικό [[φωνήεν]] εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -<i>ο</i>-, που στην [[εξέλιξη]] της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού με το β' στα [[σύνθετα]], εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη [[αντί]] του συνηθέστερου -<i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχέμαχος]], <i>εχέβοιος</i>) σε ορισμένα [[άπαξ]] λεγόμενα, όπως <i>αμαρτο</i>-<i>επής</i>, <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>, <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]] κ.ά.].
|mltxt=[[ἠλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠλιτόμηνον</i><br />η πρόωρη [[γέννηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αλιτ</i>- του αορ. <i>αλιτείν</i> «[[διαπράττω]] [[σφάλμα]] εις [[βάρος]] κάποιου» (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i> «[[μήνας]]»). Το αρχικό [[φωνήεν]] εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -<i>ο</i>-, που στην [[εξέλιξη]] της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού με το β' στα [[σύνθετα]], εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη [[αντί]] του συνηθέστερου -<i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχέμαχος]], <i>εχέβοιος</i>) σε ορισμένα [[άπαξ]] λεγόμενα, όπως <i>αμαρτο</i>-<i>επής</i>, <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>, <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]] κ.ά.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλῐτόμηνος:''' -ον ([[ἤλιτον]], [[μήν]]), αυτός που χάνει το σωστό [[μήνα]], δηλ. ο γεννημένος πρόωρα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}