Anonymous

ἠλιτόμηνος: Difference between revisions

From LSJ
16
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ἀλιτεῖν, [[μήν]]): [[untimely]] [[born]], Il. 19.118†.
|auten=(ἀλιτεῖν, [[μήν]]): [[untimely]] [[born]], Il. 19.118†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠλιτόμηνον</i><br />η πρόωρη [[γέννηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αλιτ</i>- του αορ. <i>αλιτείν</i> «[[διαπράττω]] [[σφάλμα]] εις [[βάρος]] κάποιου» (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i> «[[μήνας]]»). Το αρχικό [[φωνήεν]] εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -<i>ο</i>-, που στην [[εξέλιξη]] της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού με το β' στα [[σύνθετα]], εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη [[αντί]] του συνηθέστερου -<i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχέμαχος]], <i>εχέβοιος</i>) σε ορισμένα [[άπαξ]] λεγόμενα, όπως <i>αμαρτο</i>-<i>επής</i>, <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>, <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]] κ.ά.].
}}
}}