ζηλωτικός: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]].
|mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζηλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] ζήλο ή ενθουσιασμό για [[κάτι]], σε Αριστ.
}}
}}