3,277,300
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]]. | |mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζηλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] ζήλο ή ενθουσιασμό για [[κάτι]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |