ἡδύπνοος: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]].
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύπνοος:''' ([[πνέω]]), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πνέει γλυκά, ο [[ευάρεστος]], σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[εύοσμος]], ο [[ευχάριστος]] στην [[οσμή]], σε Ανθ.
}}
}}