ἡδύπνοος

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύπνοος Medium diacritics: ἡδύπνοος Low diacritics: ηδύπνοος Capitals: ΗΔΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: hēdýpnoos Transliteration B: hēdypnoos Transliteration C: idypnoos Beta Code: h(du/pnoos

English (LSJ)

Doric ἁδύπνοος, ον, contr. ἡδύπνους, ἡδύπνουν, sweet-breathing, αὖραι E. Med. 840 (lyr.); of musical sound, Pi. O. 13.22, I. 2.25; of auspicious dreams, S. El. 480 (lyr.).
2sweet-smelling, fragrant, λεπαστή Telecl. 24 (lyr.); χῶρος AP 9.564 (Nic.); κρόκος IG 14.607e (Carales); ὅρμος (necklace) Dsc. 1.99.
3. v. ἡδύχρους ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1154] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 au souffle agréable;
2 fig. au souffle propice.
Étymologie: ἡδύς, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύπνοος: стяж. ἡδύπνους, дор. ἁδύπνοος 2 (ᾱ)
1 нежно обвевающий, тиховейный (αὖραι Eur.);
2 благоуханный, полный ароматов (μῆλον, χῶρος Anth.);
3 нежный, тихий (φωνή Pind.; ὀνείρατα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύπνοος: Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἡδέως πνέων, εὐάρεστος, αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) εὔοσμος, λεπαστὴ Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· χῶρος Ἀνθ. Π. 9. 564· κρόκος Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.

Greek Monotonic

ἡδύπνοος: (πνέω), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,
1. αυτός που πνέει γλυκά, ο ευάρεστος, σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.
2. ο εύοσμος, ο ευχάριστος στην οσμή, σε Ανθ.

Middle Liddell

πνέω
1. sweet-breathing, Eur.; of musical sound, Pind.; of dreams, Soph.
2. sweet-smelling, fragrant, Anth.