3,274,919
edits
(16) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και -ος, -ον (AM [[θανατηφόρος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο [[χτύπημα]]» β. «[[περίοδος]] [[θανατηφόρος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επισύρει ως [[ποινή]] τον θάνατο<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «θανατηφόρον ᾄδω» — [[ψάλλω]] [[άσμα]] θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατηφόρως</i> και -<i>ον</i> (Α)<br />με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θανατηφόρος]] [[αντί]] [[θανατοφόρος]] για μετρικούς λόγους]. | |mltxt=-α, -ο και -ος, -ον (AM [[θανατηφόρος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο [[χτύπημα]]» β. «[[περίοδος]] [[θανατηφόρος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επισύρει ως [[ποινή]] τον θάνατο<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «θανατηφόρον ᾄδω» — [[ψάλλω]] [[άσμα]] θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατηφόρως</i> και -<i>ον</i> (Α)<br />με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θανατηφόρος]] [[αντί]] [[θανατοφόρος]] για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰνᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που επιφέρει θάνατο, [[θανάσιμος]], [[μοιραίος]], σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ. | |||
}} | }} |