3,273,006
edits
(17) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> θέω και επικ. τ. [[θείω]] και αιολ. τ. θεύω (Α)<br /> <b>1.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[τρέχω]], [[προχωρώ]] [[γρήγορα]]<br /> <b>2.</b> [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] για [[κάτι]]<br /> <b>3.</b> (για πτηνά) [[πετώ]]<br /> <b>4.</b> (για πλοία) [[πλέω]] [[γρήγορα]]<br /> <b>4.</b> (για [[πέτρα]]) κυλιέμαι, κινούμαι [[γρήγορα]]<br /> <b>5.</b> (για τον κεραμεικό τροχό) [[γυρίζω]] [[γρήγορα]]<br /> <b>6.</b> (για [[φλέβα]]) [[διακλαδίζομαι]]<br /> <b>7.</b> [[περιβάλλω]], [[περιτρέχω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θέF</i>-<i>ω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>θεύ</i>-<i>σομαι</i>). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>-«[[τρέχω]], ρέω». Ο [[ενεργητικός]] τ. της αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>vati</i> «τρέχει, ρέει» εμφανίζει μακρό [[φωνήεν]] θέματος. Πλήρη φωνητική [[αναλογία]] παρουσιάζει ο [[αντίστοιχος]] [[μέσος]] τ. της αρχ. ινδ. <i>dhăvate</i>, που διαφέρει όμως [[κατά]] τη [[διάθεση]]. Η [[βραχύτητα]] του θεματικού φωνήεντος στη [[μέση]] [[φωνή]] της αρχ. ινδ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι ο [[δυσερμήνευτος]] τ. της προστακτικής της γλώσσας του Ησυχίου <i>θευ</i><br /> [[δεύρο]], <i>τρέχε</i> προήλθε ίσως από αμάρτυρο [[μέσο]] τ. <i>θεFεο</i>. Αμφίβολη η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>tou</i>, το αρχ. σκανδ.-ισλ. <i>dŏgg</i> και το πρωτογερμ. <i>dau</i>(<i>w</i>)<i>a</i>, που σημαίνουν «[[δρόσος]]». Δεν μαρτυρούνται παρ. από το θ. <i>θεF</i>-. Ο τ. <i>θεύσις</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόημα]] του Λατίνου Στωικού φιλοσόφου Κορνούτου στην [[προσπάθεια]] του να (παρ)ετυμολογήσει τη λ. [[θεός]]. Την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>θoF</i>-εμφανίζει το παρ. επίθ. [[θοός]] «[[ταχύς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>θoF</i>-<i>ός</i>). Από την [[έκφραση]] (<i>επί</i>) <i>βοήν θειν</i> προήλθε η λ. <i>βοη</i>-<i>θόος</i> «αυτός που προστρέχει στην [[κραυγή]] για [[βοήθεια]]», απ' όπου σχηματίστηκε το ρ. [[βοηθώ]] (<i>βοη</i>-<i>θέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βοη</i>-<i>θοέω</i> με [[υφαίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοη</i>-<i>θόος</i>), το οποίο έδωσε υποχωρητικά το [[βοηθός]]. Την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θoF</i>-εμφανίζει και το [[βοήθεια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>-<i>θοια</i> με αναλογικό μεταπλασμό του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>- [[κατά]] το [[βοηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>βo</i>[[F]]<i>a</i>-<i>θo</i>[[F]]-<i>ıa</i>. Τα σύνθ. αυτά [[είναι]] τα μόνα που απέμειναν από το ρ. <i>θέω</i> στη Νέα Ελληνική. Το ρ. εκτοπίστηκε από το [[τρέχω]], [[αφού]] συνυπήρξαν επί [[μακρόν]] στην Αρχαία Ελληνική.<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναθέω]], [[αποθέω]], [[διαθέω]], [[καταθέω]], [[παραθέω]].———————— <b>(II)</b><br /> θέω (Α)<br /> [[αποτελώ]] λευκή [[γραμμή]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είναι αμφίβολο αν πρόκειται για όντως ανεξάρτητο ρ. ή για υστερογενή σχηματισμό από [[παρερμηνεία]] ενός παρ. του [[λευκός]]. Συγκεκριμένα στον Ησίοδο (<i>Ασπίς Ηρακλέους</i>, 146) μαρτυρείται η μτχ. <i>θεόντων</i> στη [[φράση]] <i>οδόντων [[λευκά]] θεόντων</i> «δοντιών που έλαμπαν [[λευκά]]». Η [[ίδια]] μτχ. μαρτυρείται με την [[ίδια]] [[σημασία]] «[[λαμπερός]], [[γυαλιστερός]]» στον μτγν. ποιητή Θεόκριτο (25, 158) στη [[φράση]] <i>υλῄ χλωρᾴ</i>. <i>θεούσῃ</i> [[καθώς]] και στην επιγραφική (I.G. 1046, 83) στη [[φράση]] <i>ποίην</i>... <i>χλωρά θέουσαν</i>. Υπάρχουν, [[επίσης]], οι γλώσσες του Ησυχίου <i>θοόν</i>·...<i>λαμπρόν</i> και <i>θοώσαι</i>·...<i>λαμπρύναι</i>. Παρ' όλο που οι ανωτέρω μαρτυρίες μπορούν να οδηγήσουν στο να θεωρηθεί ο [[τύπος]] [[αυτοτελής]], δεν στερείται εντούτοις βάσεως και η αντίθετη [[άποψη]], ότι δηλ. η παλαιότερα μαρτυρούμενη [[φράση]] του Ησιόδου [[πρέπει]] να αναγνωσθεί <i>οδόντων λευκαθεόντων</i>, [[οπότε]] η μτχ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. για μετρικούς λόγους του <i>λευκαθόντων</i>, μτχ. του <i>λευκάθω</i> ([[αντί]] του [[λευκαθίζω]] «έχω λαμπερό [[λευκό]] [[χρώμα]]» <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], συγγενούς και του κύριου ον. [[Λευκοθέα]]). Στην [[περίπτωση]] αυτή όλοι οι μτγν. τ. προέρχονται από εσφαλμένη [[θεώρηση]] της εν λόγῳ μτχ. ως συνθέτου]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> θέω και επικ. τ. [[θείω]] και αιολ. τ. θεύω (Α)<br /> <b>1.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[τρέχω]], [[προχωρώ]] [[γρήγορα]]<br /> <b>2.</b> [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] για [[κάτι]]<br /> <b>3.</b> (για πτηνά) [[πετώ]]<br /> <b>4.</b> (για πλοία) [[πλέω]] [[γρήγορα]]<br /> <b>4.</b> (για [[πέτρα]]) κυλιέμαι, κινούμαι [[γρήγορα]]<br /> <b>5.</b> (για τον κεραμεικό τροχό) [[γυρίζω]] [[γρήγορα]]<br /> <b>6.</b> (για [[φλέβα]]) [[διακλαδίζομαι]]<br /> <b>7.</b> [[περιβάλλω]], [[περιτρέχω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θέF</i>-<i>ω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>θεύ</i>-<i>σομαι</i>). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>-«[[τρέχω]], ρέω». Ο [[ενεργητικός]] τ. της αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>vati</i> «τρέχει, ρέει» εμφανίζει μακρό [[φωνήεν]] θέματος. Πλήρη φωνητική [[αναλογία]] παρουσιάζει ο [[αντίστοιχος]] [[μέσος]] τ. της αρχ. ινδ. <i>dhăvate</i>, που διαφέρει όμως [[κατά]] τη [[διάθεση]]. Η [[βραχύτητα]] του θεματικού φωνήεντος στη [[μέση]] [[φωνή]] της αρχ. ινδ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι ο [[δυσερμήνευτος]] τ. της προστακτικής της γλώσσας του Ησυχίου <i>θευ</i><br /> [[δεύρο]], <i>τρέχε</i> προήλθε ίσως από αμάρτυρο [[μέσο]] τ. <i>θεFεο</i>. Αμφίβολη η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>tou</i>, το αρχ. σκανδ.-ισλ. <i>dŏgg</i> και το πρωτογερμ. <i>dau</i>(<i>w</i>)<i>a</i>, που σημαίνουν «[[δρόσος]]». Δεν μαρτυρούνται παρ. από το θ. <i>θεF</i>-. Ο τ. <i>θεύσις</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόημα]] του Λατίνου Στωικού φιλοσόφου Κορνούτου στην [[προσπάθεια]] του να (παρ)ετυμολογήσει τη λ. [[θεός]]. Την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>θoF</i>-εμφανίζει το παρ. επίθ. [[θοός]] «[[ταχύς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>θoF</i>-<i>ός</i>). Από την [[έκφραση]] (<i>επί</i>) <i>βοήν θειν</i> προήλθε η λ. <i>βοη</i>-<i>θόος</i> «αυτός που προστρέχει στην [[κραυγή]] για [[βοήθεια]]», απ' όπου σχηματίστηκε το ρ. [[βοηθώ]] (<i>βοη</i>-<i>θέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βοη</i>-<i>θοέω</i> με [[υφαίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοη</i>-<i>θόος</i>), το οποίο έδωσε υποχωρητικά το [[βοηθός]]. Την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θoF</i>-εμφανίζει και το [[βοήθεια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>-<i>θοια</i> με αναλογικό μεταπλασμό του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>- [[κατά]] το [[βοηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>βo</i>[[F]]<i>a</i>-<i>θo</i>[[F]]-<i>ıa</i>. Τα σύνθ. αυτά [[είναι]] τα μόνα που απέμειναν από το ρ. <i>θέω</i> στη Νέα Ελληνική. Το ρ. εκτοπίστηκε από το [[τρέχω]], [[αφού]] συνυπήρξαν επί [[μακρόν]] στην Αρχαία Ελληνική.<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναθέω]], [[αποθέω]], [[διαθέω]], [[καταθέω]], [[παραθέω]].———————— <b>(II)</b><br /> θέω (Α)<br /> [[αποτελώ]] λευκή [[γραμμή]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είναι αμφίβολο αν πρόκειται για όντως ανεξάρτητο ρ. ή για υστερογενή σχηματισμό από [[παρερμηνεία]] ενός παρ. του [[λευκός]]. Συγκεκριμένα στον Ησίοδο (<i>Ασπίς Ηρακλέους</i>, 146) μαρτυρείται η μτχ. <i>θεόντων</i> στη [[φράση]] <i>οδόντων [[λευκά]] θεόντων</i> «δοντιών που έλαμπαν [[λευκά]]». Η [[ίδια]] μτχ. μαρτυρείται με την [[ίδια]] [[σημασία]] «[[λαμπερός]], [[γυαλιστερός]]» στον μτγν. ποιητή Θεόκριτο (25, 158) στη [[φράση]] <i>υλῄ χλωρᾴ</i>. <i>θεούσῃ</i> [[καθώς]] και στην επιγραφική (I.G. 1046, 83) στη [[φράση]] <i>ποίην</i>... <i>χλωρά θέουσαν</i>. Υπάρχουν, [[επίσης]], οι γλώσσες του Ησυχίου <i>θοόν</i>·...<i>λαμπρόν</i> και <i>θοώσαι</i>·...<i>λαμπρύναι</i>. Παρ' όλο που οι ανωτέρω μαρτυρίες μπορούν να οδηγήσουν στο να θεωρηθεί ο [[τύπος]] [[αυτοτελής]], δεν στερείται εντούτοις βάσεως και η αντίθετη [[άποψη]], ότι δηλ. η παλαιότερα μαρτυρούμενη [[φράση]] του Ησιόδου [[πρέπει]] να αναγνωσθεί <i>οδόντων λευκαθεόντων</i>, [[οπότε]] η μτχ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. για μετρικούς λόγους του <i>λευκαθόντων</i>, μτχ. του <i>λευκάθω</i> ([[αντί]] του [[λευκαθίζω]] «έχω λαμπερό [[λευκό]] [[χρώμα]]» <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], συγγενούς και του κύριου ον. [[Λευκοθέα]]). Στην [[περίπτωση]] αυτή όλοι οι μτγν. τ. προέρχονται από εσφαλμένη [[θεώρηση]] της εν λόγῳ μτχ. ως συνθέτου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θέω:''' Επικ. επίσης [[θείω]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[θέῃσι]], γʹ ενικ. παρατ. [[ἔθει]], Ιων. παρατ. [[θέεσκον]], μέλ. [[θεύσομαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το [[τρέχω]] και το <i>*[[δρέμω]]</i>· οι συλλαβές <i>εο</i>, <i>εου</i> παραμένουν ασυναίρετες [[ακόμα]] και στην Αττ.· [[τρέχω]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[θέειν]] πεδίοιο, [[τρέχω]] κατά [[μήκος]] της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· στη μτχ. με [[άλλο]] [[ρήμα]], <i>ἦλθεθέων</i>, <i>ἦλθε θέουσα</i>, ήρθε τρέχοντας, στο ίδ.· [[θέων]] Αἴαντα κάλεσσον, τρέξε να τον φωνάξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>περὶ [[τρίποδος]] θεύσεσθαι</i>, να τρέξει για τον τρίποδα, στο ίδ.· <i>περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος</i>, έτρεχαν για τη [[ζωή]] του Έκτορα, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για άλλου είδους [[κίνηση]], όπως<br /><b class="num">1.</b> των πουλιών, <i>θεύσονται δρόμῳ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> των πλοίων, ἔθεε κατὰ [[κῦμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· του κεραμεικού τροχού, στο ίδ.· του δίσκου, [[ῥίμφα]] [[θέων]] ἀπὸ χειρός, πετώντας ανάλαφρα, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα τα οποία (όπως λέμε) τρέχουν σε συνεχή [[γραμμή]], αν και στην [[πραγματικότητα]] είναι ακίνητα, <i>φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]] λέγεται για οτιδήποτε κυκλικό, το οποίο περιστρέφεται και γυρνά [[πάλι]] [[πίσω]], [[ἄντυξ]], <i>ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> με αιτ. τόπου, [[διατρέχω]], ξεχύνομαι, <i>τὰ ὄρη</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |