θέα: Difference between revisions

763 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM θέα, Α ιων. τ. θέη)<br /> <b>1.</b> [[παρατήρηση]] με το [[βλέμμα]], [[θέαση]], κοίταγμα («θέης [[άξιος]]» — [[αξιοθέατος]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]], [[μορφή]] (α. «η θέα του μέ φοβίζει» β. «αἰσχράν θέαν παρέχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> αυτό που βλέπει [[κάποιος]], [[οπτική]] [[εντύπωση]], [[θέαμα]] (α. «το [[σπίτι]] σου έχει ωραία θέα» β. «ἀταρβὴς τῆς θέας» — [[χωρίς]] να φοβάται το [[θέαμα]], <b>Σοφ.</b>·|| <b>μσν.</b> <b>φρ.</b> «διὰ θέαν» ή «εὶς θέαν» ή «ὡς θέαν» <br /> α) για να [[φαίνομαι]] σαν... θ) για να δω...<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (για τον νου) [[ενατένιση]] («ἡ τοῦ ὄντος θέα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[θέαμα]] στο [[θέατρο]] ή [[αλλού]] («μεγάλαι θέαι» — μεγάλοι αγώνες, <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[θέση]] στο [[θέατρο]], [[θέση]] από την οποία μπορεί [[κάποιος]] να δει («θέαν καταλαμβάνοντος ἥψατο, <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[ακροατήριο]]<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θέαν [[λαμβάνω]]» — [[βλέπω]]<br /> β) «αἴδεσσαί με θέας ὕπερ» — τίμησε με για την όψη μου, για το [[παρουσιαστικό]] μου.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. <i>θέα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θήFη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θ</i><i>ā</i><i>F</i><i>ā</i> (το -<i>α</i>- πιθ. από το <i>θεά</i>-<i>ομαι</i> -(<i>ώμαι</i>). με [[βράχυνση]] <i>η</i> &GT; <i>ε</i>, [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατή η [[περαιτέρω]] [[ερμηνεία]] του. Υποστηρίχθηκε ότι ανάγεται σε ΙE <i>dhmsv</i><i>ā</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhem</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[θάμβος]], <i>ταφείν</i> του [[θάπτω]]), ενώ αργότερα ότι πρόκειται για [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως (<span style="color: red;"><</span> <i>t</i><i>ā</i><i>wiya</i>-). Το ρ. <i>θᾱ</i>(<i>F</i>)<i>έομαι</i> <b>δωρ.</b>. <i>θη</i>(<i>F</i>)<i>έομαι</i> <b>ιων.</b>, μπορεί να θεωρηθεί ως μετονοματικό του <i>θέα</i> (με [[μεταβολή]] του <i>αο</i> σε <i>εο</i>), ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] πρόκειται για θαμιστικό επιτατικό παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρήματος (<b>βλ.</b> και λ. [[θαύμα]]) και το <i>θέη</i>, <i>θέα</i> ερμηνεύεται ως [[υποχωρητικός]] σχηματισμμός. Ο αττ. τ. [[θεάομαι]] προέκυψε από το <i>θηFέομαι</i> και συγκεκριμένα από τους τύπους όπου υπήρχε [[σειρά]] αλλεπάλληλων φωνηέντων, π.χ. β' εν. ενεστ. <i>θηFέεται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFέαι</i> (με [[υφαίρεση]]), &GT; <i>θηFῆι</i> (με [[συναίρεση]]). &GT; <i>θηῆι</i> (με [[απώλεια]] του <i>F</i>). &GT; <i>θεῆι</i> (με [[βράχυνση]] του α' φωνήεντος). &GT; <i>θεᾷ</i> (με [[μεταβολή]] του <i>η</i> σε <i>ᾱ</i>, [[μετά]] από -<i>ε</i>- ή -<i>ι</i>-). Αυτό έγινε σε όλους τους τ. του ρήματος όπου απαντά <i>θεη</i>-, π.χ. <i>θεᾱται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεῆται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFεται</i>, <i>θεᾱσθαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεῆσθαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFεσθαι</i> κ.λπ. Τέλος, μ' αυτή τη λεξιλογική [[οικογένεια]] συνδέονται οι γλώσσες του Ησυχίου: <i>θήβος</i>(= <i>θῆFoς</i>)<br /> <i>θαῡμα</i>. <i>θήγεια</i> (= <i>θήFεια</i>)<br /> <i>θαυμαστά</i>, <i>ψευδή</i>. [[θηταλά]] (= <i>θηFαλά?</i>)<br /> <i>θαυμαστά</i>, <i>ψευδεσιν όμοια</i>].
|mltxt=η (AM θέα, Α ιων. τ. θέη)<br /> <b>1.</b> [[παρατήρηση]] με το [[βλέμμα]], [[θέαση]], κοίταγμα («θέης [[άξιος]]» — [[αξιοθέατος]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]], [[μορφή]] (α. «η θέα του μέ φοβίζει» β. «αἰσχράν θέαν παρέχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> αυτό που βλέπει [[κάποιος]], [[οπτική]] [[εντύπωση]], [[θέαμα]] (α. «το [[σπίτι]] σου έχει ωραία θέα» β. «ἀταρβὴς τῆς θέας» — [[χωρίς]] να φοβάται το [[θέαμα]], <b>Σοφ.</b>·|| <b>μσν.</b> <b>φρ.</b> «διὰ θέαν» ή «εὶς θέαν» ή «ὡς θέαν» <br /> α) για να [[φαίνομαι]] σαν... θ) για να δω...<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (για τον νου) [[ενατένιση]] («ἡ τοῦ ὄντος θέα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[θέαμα]] στο [[θέατρο]] ή [[αλλού]] («μεγάλαι θέαι» — μεγάλοι αγώνες, <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[θέση]] στο [[θέατρο]], [[θέση]] από την οποία μπορεί [[κάποιος]] να δει («θέαν καταλαμβάνοντος ἥψατο, <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[ακροατήριο]]<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θέαν [[λαμβάνω]]» — [[βλέπω]]<br /> β) «αἴδεσσαί με θέας ὕπερ» — τίμησε με για την όψη μου, για το [[παρουσιαστικό]] μου.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. <i>θέα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θήFη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θ</i><i>ā</i><i>F</i><i>ā</i> (το -<i>α</i>- πιθ. από το <i>θεά</i>-<i>ομαι</i> -(<i>ώμαι</i>). με [[βράχυνση]] <i>η</i> &GT; <i>ε</i>, [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατή η [[περαιτέρω]] [[ερμηνεία]] του. Υποστηρίχθηκε ότι ανάγεται σε ΙE <i>dhmsv</i><i>ā</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhem</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[θάμβος]], <i>ταφείν</i> του [[θάπτω]]), ενώ αργότερα ότι πρόκειται για [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως (<span style="color: red;"><</span> <i>t</i><i>ā</i><i>wiya</i>-). Το ρ. <i>θᾱ</i>(<i>F</i>)<i>έομαι</i> <b>δωρ.</b>. <i>θη</i>(<i>F</i>)<i>έομαι</i> <b>ιων.</b>, μπορεί να θεωρηθεί ως μετονοματικό του <i>θέα</i> (με [[μεταβολή]] του <i>αο</i> σε <i>εο</i>), ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] πρόκειται για θαμιστικό επιτατικό παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρήματος (<b>βλ.</b> και λ. [[θαύμα]]) και το <i>θέη</i>, <i>θέα</i> ερμηνεύεται ως [[υποχωρητικός]] σχηματισμμός. Ο αττ. τ. [[θεάομαι]] προέκυψε από το <i>θηFέομαι</i> και συγκεκριμένα από τους τύπους όπου υπήρχε [[σειρά]] αλλεπάλληλων φωνηέντων, π.χ. β' εν. ενεστ. <i>θηFέεται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFέαι</i> (με [[υφαίρεση]]), &GT; <i>θηFῆι</i> (με [[συναίρεση]]). &GT; <i>θηῆι</i> (με [[απώλεια]] του <i>F</i>). &GT; <i>θεῆι</i> (με [[βράχυνση]] του α' φωνήεντος). &GT; <i>θεᾷ</i> (με [[μεταβολή]] του <i>η</i> σε <i>ᾱ</i>, [[μετά]] από -<i>ε</i>- ή -<i>ι</i>-). Αυτό έγινε σε όλους τους τ. του ρήματος όπου απαντά <i>θεη</i>-, π.χ. <i>θεᾱται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεῆται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFεται</i>, <i>θεᾱσθαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεῆσθαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηFεσθαι</i> κ.λπ. Τέλος, μ' αυτή τη λεξιλογική [[οικογένεια]] συνδέονται οι γλώσσες του Ησυχίου: <i>θήβος</i>(= <i>θῆFoς</i>)<br /> <i>θαῡμα</i>. <i>θήγεια</i> (= <i>θήFεια</i>)<br /> <i>θαυμαστά</i>, <i>ψευδή</i>. [[θηταλά]] (= <i>θηFαλά?</i>)<br /> <i>θαυμαστά</i>, <i>ψευδεσιν όμοια</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέᾱ:''' Ιων. θέη, ἡ ([[θάομαι]], [[θεάομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όψη, κοίταγμα, [[θέα]]· θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, σε Ηρόδ.· θέαν [[λαβεῖν]], έχω [[θέα]] ή [[αποκτώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όψη, [[οπτική]], [[θέα]], [[άποψη]], <i>διαπρεπὴς τὴν θέαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό το οποίο βλέπεται, [[θέαμα]], όραμα, σε Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> το [[μέρος]] το οποίο είναι κατάλληλο για να βλέπει [[κάποιος]], [[εδώλιο]] θεάτρου, σε Αισχίν., Δημ.
}}
}}