3,277,114
edits
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]. | |mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |