Anonymous

θηράσιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]].
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
}}
}}