3,274,216
edits
(17) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θυμός]])<br />νευρική [[έξαψη]] που εκδηλώνεται με βίαιες κινήσεις, με ύψωση του τόνου της φωνής και άλλους τρόπους, [[οργή]], [[αγανάκτηση]] («όταν τον πιάσει ο [[θυμός]], δεν ξέρει τί κάνει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> ο [[ψυχικός]] ή [[νευροψυχικός]] [[τόνος]], η αόριστη [[κατάσταση]] της ψυχικής ευδιαθεσίας ή αδιαθεσίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[πάλι]] τους θυμούς του» — έχει τα [[νεύρα]] του<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[θυμός]] μάτια δεν έχει» — ο [[θυμός]] τυφλώνει τον άνθρωπο<br />β) «[[θυμός]] του χωριάτη, [[ζημιά]] του πουγγιού του» — ο [[θυμός]] ενός απερίσκεπτου ανθρώπου του επιφέρει οικονομική [[ζημιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πολεμικό [[μένος]], [[μανία]]<br /><b>2.</b> [[δηλητήριο]] («θυμὸς τών ὀφιῶν»)<br /><b>3.</b> [[καταστροφή]] («ἐστράφη κ' εἶδεν τὸν θυμόν»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνεβάζω θυμόν» και «ἀνεβαίνω εἰς θυμόν» — [[θυμώνω]]<br />β) «θυμὸς τῆς θάλασσας» — [[θαλασσοταραχή]]<br />γ) «ἀπὸ θυμοῡ» — [[πρόθυμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]], [[κλίση]], [[πόθος]], όρεξη<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ψυχή]], το [[πνεύμα]], το [[στοιχείο]] της ζωής, της αισθήσεως ή της σκέψεως, [[ιδίως]] τών ισχυρών αισθημάτων και παθών («θυμὸν έκπνέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[θάρρος]], η ζωτική [[δύναμη]] του ανθρώπου («τείρετο δ' ἀνδρῶν [[θυμός]]» — λιγόστευε το [[θάρρος]], η [[δύναμη]], η [[διάθεση]] τών [[ανδρών]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[καρδιά]] («πάτασσε [[θυμός]]» — χτυπούσε [[δυνατά]] η [[καρδιά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> «[[θυμός]] εγγίγνεται» — έχω [[διάθεση]] να..., Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>7.</b> [[φρόνημα]]<br /><b>8.</b> [[τόλμη]], [[θάρρος]]<br /><b>9.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) [[επιθυμία]], κατ' αντίθ. [[προς]] το [[λόγος]]<br />β) [[πάθος]], [[συγκίνηση]], κατ' αντίθ. [[προς]] το [[λογισμός]]<br /><b>10.</b> η [[καρδιά]] ως [[έδρα]] τών ηπιότερων αισθημάτων χαράς ή λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Από μορφικής απόψεως φαίνεται να συνδέεται με το λατ. <i>fumus</i>, το αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>ma</i>- και το αρχ. σλαβ. <i>dymŭ</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[καπνός]]», αναγόμενο σε ΙE <i>dhw</i>-<i>m</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dhw</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>m</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>θύω</i> <i>, [ΙΙ]). Μια τέτοια [[σύνδεση]], όμως, [[μολονότι]] ενισχύεται από την ύπαρξη του [i][[θυμιώ]], που θα μπορούσε να προκύπτει από ένα αμάρτυρο [[θυμός]] «[[καπνός]]», προϋποθέτει πολύ περίπλοκη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. Έτσι θεωρείται [[μάλλον]] ότι η λ. προήλθε πιθ. από το συγγενές ρ. <i>θύω</i> (ΙΙ) «[[ορμώ]] με [[μανία]]», που ταιριάζει σημασιολογικά, ενώ όσοι το συνδέουν απευθείας με τα <i>fumu</i>, <i>dh</i><i>ū</i><i>ma</i>, <i>dymŭ</i> υποστηρίζουν ότι πιθ. το θύω (ΙΙ) επηρέασε [[απλώς]] τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του [[θυμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυμικός]], [[θυμώδης]] (ΙΙ), [[θυμώνω]] (-<i>ώ</i> <i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[i][[θυμαίνω]], [[θυμίδιον]], [[θυμόεις]], [[θυμούμαι]] (I)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θυμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμάμαι]], [[θυμάω]], [[θυμούμαι]] (ΙΙ), [[θυμώ]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θυμηδία]], [[θυμοειδής]], [[θυμοσοφικός]], [[θυμόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμάγροικος]], [[θυμαλγής]], [[θυμαρής]], [[θυμάρμενος]], [[θυμαρώ]], [[θυμηγερώ]], [[θυμηδώ]], [[θυμοβαρής]], <i>θυμοβαρώ</i>, [[θυμοδακής]], [[θυμοκάτοχος]], [[θυμοκατοχώ]], [[θυμολέαινα]], [[θυμολεοντοφθόρος]], [[θυμολέων]], [[θυμολιπής]], [[θυμόμαντις]], [[θυμομαχία]], [[θυμομαχώ]], [[θυμοπληθής]], [[θυμοποιώ]], [[θυμοραϊστής]], [[θυμοτερπής]], [[θυμοφθόρος]], [[θυμοφθορώ]], [[θυμοφονώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θυμηδής]], [[θυμήρης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυμοβολώ]], <i>θυμόδοξος</i>, [[θυμοκράτωρ]], [[θυμοκτόνος]], [[θυμολευστώ]], [[θυμοσοφώ]], [[θυμοτολμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμοσοφία]]. (Β' συνθετικό) [[άθυμος]], [[απρόθυμος]], [[βαρύθυμος]], [[δύσθυμος]], [[έκθυμος]], [[εύθυμος]], [[κακόθυμος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]], [[μεγαλόθυμος]], [[μικρόθυμος]], [[ομόθυμος]], [[οξύθυμος]], [[πρόθυμος]], [[ράθυμος]], <i>υπερεύθυμος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλαόθυμος]], [[αγριόθυμος]], <i>αελλησίθυμος</i>, <i>αλγεόθυμος</i>, [[αλγεσίθυμος]], <i>ανδρειόθυμος</i>, [[ανθρωπόθυμος]], [[αρσενόθυμος]], [[βορβορόθυμος]], [[γλυκύθυμος]], [[γυναικόθυμος]], [[δακέθυμος]], [[δηξίθυμος]], [[δίθυμος]], [[διχόθυμος]], [[ένθυμος]], <i>επίθυμος</i>, [[ερίθυμος]], [[εχέθυμος]], [[ηπιόθυμος]], [[θηρόθυμος]], [[θρασύθυμος]], [[ισόθυμος]], [[κακεπίθυμος]], [[καρτερόθυμος]], [[κατεπίθυμος]], [[μειλιχόθυμος]], [[νηλεόθυμος]], [[νοσόθυμος]], [[οβριμόθυμος]], [[ολβιόθυμος]], [[ουλόθυμος]], [[παντεπίθυμος]], [[περίθυμος]], [[πραΰθυμος]], [[πυρίθυμος]], [[τλήθυμος]], [[χαλκεόθυμος]], [[ωλεσίθυμος]], [[ωμόθυμος]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[θυμός]])<br />νευρική [[έξαψη]] που εκδηλώνεται με βίαιες κινήσεις, με ύψωση του τόνου της φωνής και άλλους τρόπους, [[οργή]], [[αγανάκτηση]] («όταν τον πιάσει ο [[θυμός]], δεν ξέρει τί κάνει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> ο [[ψυχικός]] ή [[νευροψυχικός]] [[τόνος]], η αόριστη [[κατάσταση]] της ψυχικής ευδιαθεσίας ή αδιαθεσίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[πάλι]] τους θυμούς του» — έχει τα [[νεύρα]] του<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[θυμός]] μάτια δεν έχει» — ο [[θυμός]] τυφλώνει τον άνθρωπο<br />β) «[[θυμός]] του χωριάτη, [[ζημιά]] του πουγγιού του» — ο [[θυμός]] ενός απερίσκεπτου ανθρώπου του επιφέρει οικονομική [[ζημιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πολεμικό [[μένος]], [[μανία]]<br /><b>2.</b> [[δηλητήριο]] («θυμὸς τών ὀφιῶν»)<br /><b>3.</b> [[καταστροφή]] («ἐστράφη κ' εἶδεν τὸν θυμόν»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνεβάζω θυμόν» και «ἀνεβαίνω εἰς θυμόν» — [[θυμώνω]]<br />β) «θυμὸς τῆς θάλασσας» — [[θαλασσοταραχή]]<br />γ) «ἀπὸ θυμοῡ» — [[πρόθυμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]], [[κλίση]], [[πόθος]], όρεξη<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ψυχή]], το [[πνεύμα]], το [[στοιχείο]] της ζωής, της αισθήσεως ή της σκέψεως, [[ιδίως]] τών ισχυρών αισθημάτων και παθών («θυμὸν έκπνέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[θάρρος]], η ζωτική [[δύναμη]] του ανθρώπου («τείρετο δ' ἀνδρῶν [[θυμός]]» — λιγόστευε το [[θάρρος]], η [[δύναμη]], η [[διάθεση]] τών [[ανδρών]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[καρδιά]] («πάτασσε [[θυμός]]» — χτυπούσε [[δυνατά]] η [[καρδιά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> «[[θυμός]] εγγίγνεται» — έχω [[διάθεση]] να..., Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>7.</b> [[φρόνημα]]<br /><b>8.</b> [[τόλμη]], [[θάρρος]]<br /><b>9.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) [[επιθυμία]], κατ' αντίθ. [[προς]] το [[λόγος]]<br />β) [[πάθος]], [[συγκίνηση]], κατ' αντίθ. [[προς]] το [[λογισμός]]<br /><b>10.</b> η [[καρδιά]] ως [[έδρα]] τών ηπιότερων αισθημάτων χαράς ή λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Από μορφικής απόψεως φαίνεται να συνδέεται με το λατ. <i>fumus</i>, το αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>ma</i>- και το αρχ. σλαβ. <i>dymŭ</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[καπνός]]», αναγόμενο σε ΙE <i>dhw</i>-<i>m</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dhw</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>m</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>θύω</i> <i>, [ΙΙ]). Μια τέτοια [[σύνδεση]], όμως, [[μολονότι]] ενισχύεται από την ύπαρξη του [i][[θυμιώ]], που θα μπορούσε να προκύπτει από ένα αμάρτυρο [[θυμός]] «[[καπνός]]», προϋποθέτει πολύ περίπλοκη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. Έτσι θεωρείται [[μάλλον]] ότι η λ. προήλθε πιθ. από το συγγενές ρ. <i>θύω</i> (ΙΙ) «[[ορμώ]] με [[μανία]]», που ταιριάζει σημασιολογικά, ενώ όσοι το συνδέουν απευθείας με τα <i>fumu</i>, <i>dh</i><i>ū</i><i>ma</i>, <i>dymŭ</i> υποστηρίζουν ότι πιθ. το θύω (ΙΙ) επηρέασε [[απλώς]] τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του [[θυμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυμικός]], [[θυμώδης]] (ΙΙ), [[θυμώνω]] (-<i>ώ</i> <i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[i][[θυμαίνω]], [[θυμίδιον]], [[θυμόεις]], [[θυμούμαι]] (I)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θυμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμάμαι]], [[θυμάω]], [[θυμούμαι]] (ΙΙ), [[θυμώ]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θυμηδία]], [[θυμοειδής]], [[θυμοσοφικός]], [[θυμόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμάγροικος]], [[θυμαλγής]], [[θυμαρής]], [[θυμάρμενος]], [[θυμαρώ]], [[θυμηγερώ]], [[θυμηδώ]], [[θυμοβαρής]], <i>θυμοβαρώ</i>, [[θυμοδακής]], [[θυμοκάτοχος]], [[θυμοκατοχώ]], [[θυμολέαινα]], [[θυμολεοντοφθόρος]], [[θυμολέων]], [[θυμολιπής]], [[θυμόμαντις]], [[θυμομαχία]], [[θυμομαχώ]], [[θυμοπληθής]], [[θυμοποιώ]], [[θυμοραϊστής]], [[θυμοτερπής]], [[θυμοφθόρος]], [[θυμοφθορώ]], [[θυμοφονώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θυμηδής]], [[θυμήρης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυμοβολώ]], <i>θυμόδοξος</i>, [[θυμοκράτωρ]], [[θυμοκτόνος]], [[θυμολευστώ]], [[θυμοσοφώ]], [[θυμοτολμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμοσοφία]]. (Β' συνθετικό) [[άθυμος]], [[απρόθυμος]], [[βαρύθυμος]], [[δύσθυμος]], [[έκθυμος]], [[εύθυμος]], [[κακόθυμος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]], [[μεγαλόθυμος]], [[μικρόθυμος]], [[ομόθυμος]], [[οξύθυμος]], [[πρόθυμος]], [[ράθυμος]], <i>υπερεύθυμος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλαόθυμος]], [[αγριόθυμος]], <i>αελλησίθυμος</i>, <i>αλγεόθυμος</i>, [[αλγεσίθυμος]], <i>ανδρειόθυμος</i>, [[ανθρωπόθυμος]], [[αρσενόθυμος]], [[βορβορόθυμος]], [[γλυκύθυμος]], [[γυναικόθυμος]], [[δακέθυμος]], [[δηξίθυμος]], [[δίθυμος]], [[διχόθυμος]], [[ένθυμος]], <i>επίθυμος</i>, [[ερίθυμος]], [[εχέθυμος]], [[ηπιόθυμος]], [[θηρόθυμος]], [[θρασύθυμος]], [[ισόθυμος]], [[κακεπίθυμος]], [[καρτερόθυμος]], [[κατεπίθυμος]], [[μειλιχόθυμος]], [[νηλεόθυμος]], [[νοσόθυμος]], [[οβριμόθυμος]], [[ολβιόθυμος]], [[ουλόθυμος]], [[παντεπίθυμος]], [[περίθυμος]], [[πραΰθυμος]], [[πυρίθυμος]], [[τλήθυμος]], [[χαλκεόθυμος]], [[ωλεσίθυμος]], [[ωμόθυμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῡμός:''' ὁ ([[θύω]] Β), [[ψυχή]]·<br /><b class="num">I.</b> όπως το Λατ. [[anima]], [[ψυχή]], [[πνοή]], [[ανάσα]], [[ζωή]]· <i>θυμὸν ἀπαυρᾶν</i>, <i>ἀφελέσθαι</i>, [[ἐξελέσθαι]], <i>ἐξαίνυσθαι</i>, [[ὀλέσαι]], [[αφαιρώ]] την [[ζωή]], σε Όμηρ.· <i>θυμὸν ἀποπνείειν</i>, [[εκπνέω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θυμὸν ἀγείρειν</i>, [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου, στο ίδ., κ.λπ.· <i>θυμὸς τείρετο καμάτῳ</i>, το [[πνεύμα]] του είχε καταπονηθεί, φθαρεί από την [[κούραση]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[animus]], [[ψυχή]], [[καρδιά]]· και ομοίως<br /><b class="num">1.</b> χρησιμοποιείται για την [[επιθυμία]] για [[φαγητό]] και ποτό, [[πιέειν]] [[ὅτε]] θυμὸν [[ἀνώγει]], στο ίδ.· με απαρ., [[βαλέειν]] δέ ἑ ἵετο [[θυμός]], η [[καρδιά]] του τον πρόσταζε να ρίξει, στο ίδ.· <i>ἤθελεθυμῷ</i>, ευχόταν μέσα στην [[καρδιά]] του ή με όλη του την [[καρδιά]], στο ίδ.· <i>θυμῷ βουλόμενος</i>, ευχόμενος με όλη του την [[ψυχή]], σε Ηρόδ.· επίσης, <i>ἐκ θυμοῦ φιλέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θυμός]] [[ἐστί]] μοι, <i>θυμὸς γίγνεταί μοι</i>, με απαρ., [[διάθεση]] να..., στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· επίσης όπως η [[έδρα]] της λύπης ή της χαράς, [[χαῖρε]] δὲ θυμῷ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχνυτο [[θυμός]], στο ίδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[νόηση]], [[διάθεση]], [[βούληση]], [[επιθυμία]], θυμὸς [[πρόφρων]], [[νηλεής]], [[σιδήρεος]], σε Όμηρ.· <i>ἕνα θυμὸν ἔχειν</i>, έχοντας [[κοινή]] [[σκέψη]], σε Ομήρ. Ιλ.· δόκησε δ' [[ἄρα]] σφίσι θυμὸς ὣς [[ἔμεν]], τους ευχαρίστησε να έχουν τέτοια [[γνώμη]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐδαΐζετο [[θωμός]], οι γνώμες τους διχάστηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουράγιο]], [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[μένος]] καὶ [[θυμός]], στο ίδ.· <i>θυμὸν λαμβάνειν</i>, [[παίρνω]] [[θάρρος]], σε Ομήρ. Οδ.· παραὶ ποσὶ κάππεσε [[θυμός]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> όπως η [[έδρα]] του θυμού, <i>νεμεσίζεσθαι ἐνὶ θυμῷ</i>, στο ίδ.· απ' όπου, [[θυμός]], [[οργή]], <i>δάμασον θυμόν</i>, στο ίδ.· θυμὸς [[μέγας]] ἐστὶ βασιλῆος, στο ίδ.<br /><b class="num">5.</b> η [[ψυχή]] όπως η [[έδρα]] της σκέψης, <i>ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμόν</i>, στο ίδ.· [[φράζετο]] θυμῷ, στο ίδ. | |||
}} | }} |