ἰχθυβόλος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυβόλος]] και [[ἰχθυοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει<br /><b>2.</b> [[αλιευτικός]] («[[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]]» — αλιευτική [[τρίαινα]], [[καμάκι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἰχθυβόλος]]<br />αλιέας, [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[βόλος]], [[λιθο]]-[[βόλος]]. Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] (<i>ιχθύ</i>-<i>βολος</i>), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμό</i>-<i>φθορος</i> - <i>ετοιμο</i>-[[φθόρος]], <i>λυσί</i>-<i>τοκος</i> - <i>λυσι</i>-[[τόκος]])].
|mltxt=[[ἰχθυβόλος]] και [[ἰχθυοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει<br /><b>2.</b> [[αλιευτικός]] («[[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]]» — αλιευτική [[τρίαινα]], [[καμάκι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἰχθυβόλος]]<br />αλιέας, [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[βόλος]], [[λιθο]]-[[βόλος]]. Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] (<i>ιχθύ</i>-<i>βολος</i>), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμό</i>-<i>φθορος</i> - <i>ετοιμο</i>-[[φθόρος]], <i>λυσί</i>-<i>τοκος</i> - <i>λυσι</i>-[[τόκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ψαρεύει, «καμακώνει» ψάρια· [[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]], λέγεται για την [[τρίαινα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἰχθυβόλος]] [[θήρα]], [[άγρα]] ψαριών αλιευμένων με [[καμάκι]], [[τρίαινα]], στο ίδ.
}}
}}