Anonymous

ἰχθυβόλος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ψαρεύει, «καμακώνει» ψάρια· [[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]], λέγεται για την [[τρίαινα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἰχθυβόλος]] [[θήρα]], [[άγρα]] ψαριών αλιευμένων με [[καμάκι]], [[τρίαινα]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἰχθυβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ψαρεύει, «καμακώνει» ψάρια· [[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]], λέγεται για την [[τρίαινα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἰχθυβόλος]] [[θήρα]], [[άγρα]] ψαριών αλιευμένων με [[καμάκι]], [[τρίαινα]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθῠβόλος:''' <b class="num">1)</b> пронзающий рыб: ἰ. [[μηχανή]] Aesch. острога, трезубец (Посидона);<br /><b class="num">2)</b> ловящий рыб ([[αἴθυια]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> пойманный острогой, наловленный ([[θήρα]] Anth.).<br /><b class="num">[[ἰχθυβόλος|ἰχθῡβόλος]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ рыболов Anth.
}}
}}