ἴφθιμος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴφθιμος]], -ον, θηλ. και -η (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά [[αλλά]] και [[κυρίως]] για ήρωες και για τον Άδη) [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) α) εύρωστη<br />β) [[ευπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[απουσία]] αρχικού <i>F</i> δεν επιτρέπει τη [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>ἴς</i>, <i>ἴφι</i>].
|mltxt=[[ἴφθιμος]], -ον, θηλ. και -η (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά [[αλλά]] και [[κυρίως]] για ήρωες και για τον Άδη) [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) α) εύρωστη<br />β) [[ευπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[απουσία]] αρχικού <i>F</i> δεν επιτρέπει τη [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>ἴς</i>, <i>ἴφι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴφθῑμος:''' -η, -ον ή -ος, -ον ([[ἶφι]], [[ἴφιος]]), [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις γυναίκες, εύρωστη, [[ευπρεπής]], κόσμια, σε Όμηρ.
}}
}}