ἵπταμαι: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἵπταμαι]])<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[πέτομαι]]) ανυψώνομαι στον αέρα, [[διασχίζω]] τον αέρα, [[πετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ιπτάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[μέλος]] του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πτήση]] τών αεροπλάνων, όπως [[είναι]] λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε [[αντιδιαστολή]] με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ιπτάμενα φρούρια» — [[βαριά]] βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό<br />β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το [[σκάφος]] αναπτύσσει [[ταχύτητα]], το υψώνουν [[κατά]] ένα [[τμήμα]] του [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[έτσι]] επιτυγχάνεται μεγαλύτερη [[ταχύτητα]] με την [[ίδια]] [[ιπποδύναμη]], κν. δελφίνια<br />γ) <b>ιατρ.</b> «ιπτάμενες μύγες» — [[είδος]] ενδοπτικών φαινομένων, [[κατά]] το οποίο εμφανίζονται κινούμενα [[σημεία]] στο οπτικό [[πεδίο]], σαν μύγες, αλλ. [[μυιοψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-<i>πτᾰ</i>-<i>μαι</i><br />από τη ρ. <i>πτᾰ</i> (<span style="color: red;"><</span> δισύλλ. <i>πετᾱ</i>, μονοσύλλ. <i>πετ</i>.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό<br />μτγν. τ. του [[πέτομαι]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἵσταμαι</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. και ο [[μέλλων]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔπτην</i>, <i>πτήσομαι</i> - <i>ἔστην</i>, <i>στήσομαι</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[ἵπταμαι]])<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[πέτομαι]]) ανυψώνομαι στον αέρα, [[διασχίζω]] τον αέρα, [[πετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ιπτάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[μέλος]] του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πτήση]] τών αεροπλάνων, όπως [[είναι]] λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε [[αντιδιαστολή]] με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ιπτάμενα φρούρια» — [[βαριά]] βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό<br />β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το [[σκάφος]] αναπτύσσει [[ταχύτητα]], το υψώνουν [[κατά]] ένα [[τμήμα]] του [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[έτσι]] επιτυγχάνεται μεγαλύτερη [[ταχύτητα]] με την [[ίδια]] [[ιπποδύναμη]], κν. δελφίνια<br />γ) <b>ιατρ.</b> «ιπτάμενες μύγες» — [[είδος]] ενδοπτικών φαινομένων, [[κατά]] το οποίο εμφανίζονται κινούμενα [[σημεία]] στο οπτικό [[πεδίο]], σαν μύγες, αλλ. [[μυιοψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-<i>πτᾰ</i>-<i>μαι</i><br />από τη ρ. <i>πτᾰ</i> (<span style="color: red;"><</span> δισύλλ. <i>πετᾱ</i>, μονοσύλλ. <i>πετ</i>.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό<br />μτγν. τ. του [[πέτομαι]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἵσταμαι</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. και ο [[μέλλων]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔπτην</i>, <i>πτήσομαι</i> - <i>ἔστην</i>, <i>στήσομαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἵπταμαι:''' αποθ., μεταγεν. [[τύπος]] του ενεστ. [[πέτομαι]], σε Μόσχ.
}}
}}