ἵπταμαι
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
-πέτομαι, Mosch.3.43, Babr.65.4, Jul.Or.2.72a, etc.; censured by Luc.Sol.7,Lex.25.
German (Pape)
[Seite 1262] = πέτομαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
Moy;
impf. ἱπτάμην, ao.2 ἐπτάμην;
réc. c. πέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἵπταμαι: ἀποθ., ἕτερος τύπος τοῦ πέτομαι, ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε πέτομαι.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἵπταμαι)
(μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ
νεοελλ.
1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, -η, -ο
μέλος του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως είναι λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις
2. φρ. α) «ιπτάμενα φρούρια» — βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό
β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα, το υψώνουν κατά ένα τμήμα του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα με την ίδια ιπποδύναμη, κν. δελφίνια
γ) ιατρ. «ιπτάμενες μύγες» — είδος ενδοπτικών φαινομένων, κατά το οποίο εμφανίζονται κινούμενα σημεία στο οπτικό πεδίο, σαν μύγες, αλλ. μυιοψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵ-πτᾰ-μαι
από τη ρ. πτᾰ (< δισύλλ. πετᾱ, μονοσύλλ. πετ.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό
μτγν. τ. του πέτομαι, που σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἵσταμαι, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. και ο μέλλων κατά το σχήμα ἔπτην, πτήσομαι - ἔστην, στήσομαι].
Greek Monotonic
ἵπταμαι: αποθ., μεταγεν. τύπος του ενεστ. πέτομαι, σε Μόσχ.
Frisk Etymological English
Meaning: fly .
See also: s. πέτομαι
Frisk Etymology German
ἵπταμαι: = πέτομαι,
{híptamai}
Grammar: v.
Meaning: fliegen (Mosch., Babr. u. a.).
Etymology : Zu ἔπτην, πτήσομαι nach ἔστην, στήσομαι : ἵσταμαι geschaffen. Schwyzer 681 m. Lit.
Page 1,735