κακοπάθεια: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κακοπάθια]] και κακοπαθιά, η (AM [[κακοπάθεια]], Α και [[κακοπαθία]], Μ και κακοπαθεία) [[κακοπαθής]]<br />το να κακοπαθεί [[κάποιος]], [[κακουχία]], [[ταλαιπωρία]], [[αθλιότητα]] («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβίωση]] γεμάτη στερήσεις, [[κακομοιριά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κακοπάθειες</i> και <i>κακοπαθιές</i><br />ταλαιπωρίες, θλίψεις, βάσανα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κακομεταχείριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέρη μηχανής) [[ένταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> [[κοπιώδης]], επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]].
|mltxt=και [[κακοπάθια]] και κακοπαθιά, η (AM [[κακοπάθεια]], Α και [[κακοπαθία]], Μ και κακοπαθεία) [[κακοπαθής]]<br />το να κακοπαθεί [[κάποιος]], [[κακουχία]], [[ταλαιπωρία]], [[αθλιότητα]] («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβίωση]] γεμάτη στερήσεις, [[κακομοιριά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κακοπάθειες</i> και <i>κακοπαθιές</i><br />ταλαιπωρίες, θλίψεις, βάσανα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κακομεταχείριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέρη μηχανής) [[ένταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> [[κοπιώδης]], επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοπάθεια:''' ἡ, [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Θουκ.
}}
}}