καμπύλος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καμπύλος]], -ον)<br />αυτός που σχηματίζει [[καμπή]], [[κυρτός]], [[γυριστός]], [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[καμπύλη]] (ενν. [[γραμμή]])<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που μεταβάλλει διαρκώς και σε [[κάθε]] [[σημείο]] της [[διεύθυνση]], [[χωρίς]] όμως να σχηματίζει [[πουθενά]] [[γωνία]]<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> ο [[τόπος]] τών διαδοχικών σημείων που καταλαμβάνει στο επίπεδο ή στον χώρο ένα [[σημείο]] κινούμενο σύμφωνα με έναν καθορισμένο νόμο<br /><b>3.</b> η λ. χρησιμοποιείται [[επίσης]], [[εκτός]] τών μαθηματικών, και σε πολλές άλλες επιστήμες συνοδευόμενη με ανάλογους προσδιορισμούς και με ειδική [[κάθε]] [[φορά]] [[σημασία]] («[[καμπύλη]] του Γκάους, [[καμπύλη]] εργασίας, [[καμπύλη]] προσφοράς, [[καμπύλη]] ζητήσεως, [[καμπύλη]] ίσου κόστους, καμπύλες συχνοτήτων, ισοβαθείς καμπύλες, ισοϋψείς καμπύλες» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> οστεώδες, σκληρό και επίμηκες [[οίδημα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καμπύλη]] (ενν. [[βακτηρία]])<br />[[ράβδος]] με κυρτή [[άκρη]], [[μπαστούνι]], [[μαγκούρα]] γυριστή<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η ωδή που έχει ποικίλο [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>υλ</i>-<i>ος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκ</i>-<i>ύλ</i>-<i>ος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καμπυλότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπυλιάζω]], [[καμπύλλω]], [[καμπυλόεις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καμπυλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμπυλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καμπυλόγραμμος]], [[καμπυλοειδής]], [[καμπυλόπρυμνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπυλαύχην]], [[καμπυλόρριν]], [[καμπυλοσαλπιστής]], [[καμπύλοχος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καμπυλόρρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμπυλογράφος]], [[καμπυλόμετρο]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[καμπύλος]], -ον)<br />αυτός που σχηματίζει [[καμπή]], [[κυρτός]], [[γυριστός]], [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[καμπύλη]] (ενν. [[γραμμή]])<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που μεταβάλλει διαρκώς και σε [[κάθε]] [[σημείο]] της [[διεύθυνση]], [[χωρίς]] όμως να σχηματίζει [[πουθενά]] [[γωνία]]<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> ο [[τόπος]] τών διαδοχικών σημείων που καταλαμβάνει στο επίπεδο ή στον χώρο ένα [[σημείο]] κινούμενο σύμφωνα με έναν καθορισμένο νόμο<br /><b>3.</b> η λ. χρησιμοποιείται [[επίσης]], [[εκτός]] τών μαθηματικών, και σε πολλές άλλες επιστήμες συνοδευόμενη με ανάλογους προσδιορισμούς και με ειδική [[κάθε]] [[φορά]] [[σημασία]] («[[καμπύλη]] του Γκάους, [[καμπύλη]] εργασίας, [[καμπύλη]] προσφοράς, [[καμπύλη]] ζητήσεως, [[καμπύλη]] ίσου κόστους, καμπύλες συχνοτήτων, ισοβαθείς καμπύλες, ισοϋψείς καμπύλες» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> οστεώδες, σκληρό και επίμηκες [[οίδημα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καμπύλη]] (ενν. [[βακτηρία]])<br />[[ράβδος]] με κυρτή [[άκρη]], [[μπαστούνι]], [[μαγκούρα]] γυριστή<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η ωδή που έχει ποικίλο [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>υλ</i>-<i>ος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκ</i>-<i>ύλ</i>-<i>ος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καμπυλότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπυλιάζω]], [[καμπύλλω]], [[καμπυλόεις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καμπυλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμπυλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καμπυλόγραμμος]], [[καμπυλοειδής]], [[καμπυλόπρυμνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπυλαύχην]], [[καμπυλόρριν]], [[καμπυλοσαλπιστής]], [[καμπύλοχος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καμπυλόρρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καμπυλογράφος]], [[καμπυλόμετρο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καμπύλος:''' [ῠ], -η, -ον ([[κάμπτω]]), λυγισμένος, κυρτωμένος, [[κυρτός]], λέγεται για [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τροχούς, στο ίδ.· λέγεται για άρματα, στο ίδ.
}}
}}