καταπίνω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταπίνω]])<br />[[κατεβάζω]] [[κάτι]] διά μέσου του φάρυγγα στο [[στομάχι]] («δεν μπορεί να καταπιεί [[ούτε]] [[νερό]]» β. «κατάπια ένα [[κουκούτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πιστεύω]] [[κάτι]] με [[αφέλεια]], απονήρευτα [[δέχομαι]] τα ψεύδη κάποιου, [[χάφτω]] («του λένε ένα σωρό τερατολογίες και τίς καταπίνει»)<br />β) [[δέχομαι]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[διαμαρτυρία]] ή αντιρρήσεις (α. «τί ρίχνει ο [[ουρανός]] και δεν το καταπίνει η γη», παροιμ. φρ.<br />β. «ό,τι και να του κάνουν το καταπίνει και δεν λέει [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άνοιξε η γη και τον κατάπιε» — εξαφανίστηκε, έγινε [[άφαντος]]<br />β) «[[καταπίνω]] τη [[γλώσσα]] μου» — δεν [[τολμώ]] να πω αυτό που [[θέλω]], δεν [[τολμώ]] να δώσω [[απόκριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον υποχείριο μου<br /><b>2.</b> [[μελετώ]] [[κάτι]] με ζήλο, [[εμβαθύνω]] στο [[νόημα]]<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]] τον θυμό μου<br /><b>4.</b> [[καταναλίσκω]], [[χρειάζομαι]] για την [[κατασκευή]] μου («[ἡ [[ἐσθής]]]... ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ξοδεύω]] την [[περιουσία]] μου στο [[ποτό]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπίνομαι</i><br />(ειδ. για πόλεις που παθαίνουν [[καθίζηση]] από σεισμό ή καλύπτονται από τη [[θάλασσα]]) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] [[μέσα]] σε [[χάσμα]].
|mltxt=(AM [[καταπίνω]])<br />[[κατεβάζω]] [[κάτι]] διά μέσου του φάρυγγα στο [[στομάχι]] («δεν μπορεί να καταπιεί [[ούτε]] [[νερό]]» β. «κατάπια ένα [[κουκούτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πιστεύω]] [[κάτι]] με [[αφέλεια]], απονήρευτα [[δέχομαι]] τα ψεύδη κάποιου, [[χάφτω]] («του λένε ένα σωρό τερατολογίες και τίς καταπίνει»)<br />β) [[δέχομαι]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[διαμαρτυρία]] ή αντιρρήσεις (α. «τί ρίχνει ο [[ουρανός]] και δεν το καταπίνει η γη», παροιμ. φρ.<br />β. «ό,τι και να του κάνουν το καταπίνει και δεν λέει [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άνοιξε η γη και τον κατάπιε» — εξαφανίστηκε, έγινε [[άφαντος]]<br />β) «[[καταπίνω]] τη [[γλώσσα]] μου» — δεν [[τολμώ]] να πω αυτό που [[θέλω]], δεν [[τολμώ]] να δώσω [[απόκριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον υποχείριο μου<br /><b>2.</b> [[μελετώ]] [[κάτι]] με ζήλο, [[εμβαθύνω]] στο [[νόημα]]<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]] τον θυμό μου<br /><b>4.</b> [[καταναλίσκω]], [[χρειάζομαι]] για την [[κατασκευή]] μου («[ἡ [[ἐσθής]]]... ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ξοδεύω]] την [[περιουσία]] μου στο [[ποτό]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπίνομαι</i><br />(ειδ. για πόλεις που παθαίνουν [[καθίζηση]] από σεισμό ή καλύπτονται από τη [[θάλασσα]]) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] [[μέσα]] σε [[χάσμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], μεταγεν. -[[πιοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>κατέπιον</i>, Επικ. <i>κάππιον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[καταβροχθίζω]] ή [[καταπίνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>κ. Εὐριπίδην</i>, <i>«</i>ρουφώ» τον Ευριπίδη, δηλ. [[αφομοιώνω]] τις ιδέες του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπίνω]], [[καταναλώνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπαταλώ]] σε [[οινοποσία]], σε Αισχίν.
}}
}}