καλύπτω: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καλύπτω]])<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάλυμμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]] (α. «το [[καλοκαίρι]] [[πρέπει]] να καλύπτει [[κάποιος]] το [[κεφάλι]] του με [[καπέλο]]» β. «οὐδεὶς δὲ [[λύχνον]] ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[σκεπάζω]] (α. «σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό» β. «[[μέλαν]] δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για νεκρό) [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («χθονὶ κάλυψον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] μπαίνοντας [[μπροστά]] του ή παρεμβάλλοντας [[κάτι]], [[προστατεύω]] («η [[οπισθοφυλακή]] κάλυψε την [[υποχώρηση]] του σώματος»)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αντισταθμίζω]], [[εξουδετερώνω]] («ἡ [[ἀγάπη]] καλύψει [[πλῆθος]] ἁμαρτιῶν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκαλύπτω]], [[αποσιωπώ]], [[κρύβω]] [[κάτι]] ώστε να μη γίνει γνωστό («θέλουν [[τώρα]] να καλύψουν όλα τα σκάνδαλα»)<br /><b>2.</b> [[εξασφαλίζω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] (α. «τους ενοικιαστές τους καλύπτει ο [[νόμος]]» β. «έχουμε καλυμμένα τα [[νώτα]] μας»)<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[ισοσταθμίζω]], έχω [[αντίκρυσμα]] (α. «τα κέρδη της επιχειρήσεως δεν καλύπτουν τις δαπάνες της» β. «οι επιταγές σου έπρεπε να καλυφθούν έως το [[τέλος]] της προηγούμενης εβδομάδας»)<br /><b>4.</b> [[δικαιολογώ]] κάποιον («[[κατά]] την [[απουσία]] μου, ο [[συνάδελφος]] μέ κάλυψε στον διευθυντή»)<br /><b>5.</b> [[ικανοποιώ]], [[ανταποκρίνομαι]] (α. «μέ κάλυψε ο προηγούμενος [[ομιλητής]]» β. «ο [[μισθός]] μου δεν καλύπτει τις ανάγκες μου»)<br /><b>6.</b> [[πληρώ]], [[συμπληρώνω]] (α. «δεν έχω καλύψει [[ακόμα]] την ύλη μου» β. «ο [[κάθε]] [[υπάλληλος]] [[πρέπει]] να καλύπτει [[οκτώ]] ώρες εργασίας την [[ημέρα]]»)<br /><b>7.</b> [[διατρέχω]], [[διανύω]] («ο [[δρομέας]] κάλυψε την [[απόσταση]] τών [[εκατό]] μέτρων σε 10"«)<br /><b>8.</b> (για δημοσιογράφο) [[κάνω]] [[έρευνα]] για [[συλλογή]] πληροφοριών σχετικά με κάποιο επίκαιρο [[θέμα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[καλύπτω]] το [[θέμα]] μου» — [[αναπτύσσω]] επαρκώς το [[θέμα]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με [[λέξη]] που δηλώνει [[συναίσθημα]]) [[κυριεύω]], [[καταλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]] με το [[βάρος]] μου, [[πλακώνω]] («τοῑς βουνοῑς καλύψατε ἡμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[φυλάγω]] [[κάτι]] («μή τι καὶ κατάσχετον [[κρυφῆ]] καλύπτει καρδίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]] με [[ατιμία]], [[επισκιάζω]] [[κάτι]] με κάποιο [[κακό]] [[πράγμα]], [[αμαυρώνω]] («σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] σαν [[κάλυμμα]] [[μπροστά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιο... [[πτύγμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>-<i>ύ</i>-<i>πτω</i>- το θ. του ρ. (<i>καλ</i>-)<br />ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[καλύπτω]], [[κρύβω]]», το -<i>υ</i>- αποτελεί [[παρέκταση]] πιθ. αρχαία, ενώ η κατάλ. -<i>πτω</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[προϊόν]] αναλογίας [[προς]] το [[κρύπτω]]. Το ρ. [[καλύπτω]] συνδέεται ετυμολογικά με αρχ. ιρλδ. <i>celim</i>, λατ. <i>celo</i>, -<i>ere</i> (απαντά στο ρ. <i>occulo</i>, -<i>ere</i> «[[κρύβω]]»), αρχ. άνω γερμ. <i>helan</i> «[[κρύβω]]»), γοτθ. <i>huljan</i> με την [[ίδια]] σημ. Ορισμένα παρ. του ρ. εμφανίζουν [[επίθημα]] με διαρκές ηχηρό χειλικό [[σύμφωνο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλύ</i>-<i>βη</i>), ενώ άλλα με διαρκές άηχο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλυ</i>-<i>φή</i>). Από το ρ. [[καλύπτω]] σχηματίστηκε το κύριο όν. [[Καλυψώ]], το οποίο θεωρήθηκε χαϊδευτικό και του οποίου το θ. <i>καλυψ</i>-, σύμφωνα με μία [[άποψη]], προέρχεται από το θ. ενός αμάρτ. εφετικού ρ. <i>καλυψ</i>-<i>είω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλύβα]](-<i>η</i>), [[κάλυμμα]], [[καλυπτήρας]](-<i>ήρ</i>), [[καλυπτός]], [[καλύπτρα]], [[κάλυψη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλύπτης]], [[καλυφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]], [[επικαλύπτω]], [[κατακαλύπτω]], [[περικαλύπτω]], [[προκαλύπτω]], [[συγκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφικαλύπτω]], [[διακαλύπτω]], [[εγκαλύπτω]], [[εκκαλύπτω]], [[καταμφικαλύπτω]], [[παρακαλύπτω]], [[προσανακαλύπτω]], [[προσεκκαλύπτω]], [[συγκατακαλύπτω]], [[συναποκαλύπτω]], [[υπεκκαλύπτω]], [[υποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερκαλύπτω]]].
|mltxt=(AM [[καλύπτω]])<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάλυμμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]] (α. «το [[καλοκαίρι]] [[πρέπει]] να καλύπτει [[κάποιος]] το [[κεφάλι]] του με [[καπέλο]]» β. «οὐδεὶς δὲ [[λύχνον]] ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[σκεπάζω]] (α. «σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό» β. «[[μέλαν]] δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για νεκρό) [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («χθονὶ κάλυψον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] μπαίνοντας [[μπροστά]] του ή παρεμβάλλοντας [[κάτι]], [[προστατεύω]] («η [[οπισθοφυλακή]] κάλυψε την [[υποχώρηση]] του σώματος»)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αντισταθμίζω]], [[εξουδετερώνω]] («ἡ [[ἀγάπη]] καλύψει [[πλῆθος]] ἁμαρτιῶν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκαλύπτω]], [[αποσιωπώ]], [[κρύβω]] [[κάτι]] ώστε να μη γίνει γνωστό («θέλουν [[τώρα]] να καλύψουν όλα τα σκάνδαλα»)<br /><b>2.</b> [[εξασφαλίζω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] (α. «τους ενοικιαστές τους καλύπτει ο [[νόμος]]» β. «έχουμε καλυμμένα τα [[νώτα]] μας»)<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[ισοσταθμίζω]], έχω [[αντίκρυσμα]] (α. «τα κέρδη της επιχειρήσεως δεν καλύπτουν τις δαπάνες της» β. «οι επιταγές σου έπρεπε να καλυφθούν έως το [[τέλος]] της προηγούμενης εβδομάδας»)<br /><b>4.</b> [[δικαιολογώ]] κάποιον («[[κατά]] την [[απουσία]] μου, ο [[συνάδελφος]] μέ κάλυψε στον διευθυντή»)<br /><b>5.</b> [[ικανοποιώ]], [[ανταποκρίνομαι]] (α. «μέ κάλυψε ο προηγούμενος [[ομιλητής]]» β. «ο [[μισθός]] μου δεν καλύπτει τις ανάγκες μου»)<br /><b>6.</b> [[πληρώ]], [[συμπληρώνω]] (α. «δεν έχω καλύψει [[ακόμα]] την ύλη μου» β. «ο [[κάθε]] [[υπάλληλος]] [[πρέπει]] να καλύπτει [[οκτώ]] ώρες εργασίας την [[ημέρα]]»)<br /><b>7.</b> [[διατρέχω]], [[διανύω]] («ο [[δρομέας]] κάλυψε την [[απόσταση]] τών [[εκατό]] μέτρων σε 10"«)<br /><b>8.</b> (για δημοσιογράφο) [[κάνω]] [[έρευνα]] για [[συλλογή]] πληροφοριών σχετικά με κάποιο επίκαιρο [[θέμα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[καλύπτω]] το [[θέμα]] μου» — [[αναπτύσσω]] επαρκώς το [[θέμα]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με [[λέξη]] που δηλώνει [[συναίσθημα]]) [[κυριεύω]], [[καταλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]] με το [[βάρος]] μου, [[πλακώνω]] («τοῑς βουνοῑς καλύψατε ἡμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[φυλάγω]] [[κάτι]] («μή τι καὶ κατάσχετον [[κρυφῆ]] καλύπτει καρδίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]] με [[ατιμία]], [[επισκιάζω]] [[κάτι]] με κάποιο [[κακό]] [[πράγμα]], [[αμαυρώνω]] («σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] σαν [[κάλυμμα]] [[μπροστά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιο... [[πτύγμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>-<i>ύ</i>-<i>πτω</i>- το θ. του ρ. (<i>καλ</i>-)<br />ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[καλύπτω]], [[κρύβω]]», το -<i>υ</i>- αποτελεί [[παρέκταση]] πιθ. αρχαία, ενώ η κατάλ. -<i>πτω</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[προϊόν]] αναλογίας [[προς]] το [[κρύπτω]]. Το ρ. [[καλύπτω]] συνδέεται ετυμολογικά με αρχ. ιρλδ. <i>celim</i>, λατ. <i>celo</i>, -<i>ere</i> (απαντά στο ρ. <i>occulo</i>, -<i>ere</i> «[[κρύβω]]»), αρχ. άνω γερμ. <i>helan</i> «[[κρύβω]]»), γοτθ. <i>huljan</i> με την [[ίδια]] σημ. Ορισμένα παρ. του ρ. εμφανίζουν [[επίθημα]] με διαρκές ηχηρό χειλικό [[σύμφωνο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλύ</i>-<i>βη</i>), ενώ άλλα με διαρκές άηχο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλυ</i>-<i>φή</i>). Από το ρ. [[καλύπτω]] σχηματίστηκε το κύριο όν. [[Καλυψώ]], το οποίο θεωρήθηκε χαϊδευτικό και του οποίου το θ. <i>καλυψ</i>-, σύμφωνα με μία [[άποψη]], προέρχεται από το θ. ενός αμάρτ. εφετικού ρ. <i>καλυψ</i>-<i>είω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλύβα]](-<i>η</i>), [[κάλυμμα]], [[καλυπτήρας]](-<i>ήρ</i>), [[καλυπτός]], [[καλύπτρα]], [[κάλυψη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλύπτης]], [[καλυφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]], [[επικαλύπτω]], [[κατακαλύπτω]], [[περικαλύπτω]], [[προκαλύπτω]], [[συγκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφικαλύπτω]], [[διακαλύπτω]], [[εγκαλύπτω]], [[εκκαλύπτω]], [[καταμφικαλύπτω]], [[παρακαλύπτω]], [[προσανακαλύπτω]], [[προσεκκαλύπτω]], [[συγκατακαλύπτω]], [[συναποκαλύπτω]], [[υπεκκαλύπτω]], [[υποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερκαλύπτω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλύπτω:''' (εκτετ. από τη √<i>ΚΑΛΥΒ</i>, βλ. [[καλύβη]])· Επικ. παρατ. <i>κάλυπτον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐκάλυψα</i>, Επικ. <i>καλ-</i>. — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐκαλυψάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>καλυφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαλύφθην</i>, παρακ. [[κεκάλυμμαι]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>κεκάλυπτο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλύπτω]] με [[κάτι]], παρδαλέῃ [[μετάφρενον]] κάλυψεν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>νυκτὶ καλύψας</i>, στο ίδ.· [[απλώς]], [[σκεπάζω]], [[μέλαν]] δέ ἑ [[κῦμα]] κάλυψεν, στο ίδ.· <i>πέτραν χεὶρ ἐκάλυψεν</i>, το [[χέρι]] του κάλυψε, έσφιξε την [[πέτρα]], στο ίδ.· λέγεται για το θάνατο, [[τέλος]] θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς, στο ίδ. κ.λπ.· λέγεται για θρήνο, τὸν δ' ἄχεος [[νεφέλη]] ἐκάλυψε, στο ίδ.· <i>κ. χθονὶ γυῖα</i>, δηλ. ενταφιάζομαι, σε Πίνδ.· επίσης, <i>χθονί</i>, <i>τάφῳ κ</i>., [[θάβω]] κάποιον [[άλλο]], σε Αισχύλ. — Μέσ., σκεπάζομαι ή καλύπτομαι, σε Όμηρ.· — Παθ., <i>ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν χλαίνῃ κεκαλ</i>., στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[κρύπτω]], [[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]]· <i>κ. καρδίᾳ τι</i>, σε Σοφ. — Παθ., <i>κεκαλυμμένοι ἵππῳ</i>, κρυμμένοι μέσα σε [[άλογο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] με [[ατιμία]], [[συσκοτίζω]] μια [[υπόθεση]], <i>σὺ μὴ κάλυπτε Ἀθήνας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβάλλω]], Λατ. circumdare, <i>οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ ἄσιν [[καθύπερθε]] [[καλύψω]], θα συσσωρεύσω [[λάσπη]] πάνω του, στο ίδ.· ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ [[σάκος]] εὐρὺ καλύψας, στο ίδ.
}}
}}