κατεξουσιάζω: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατεξουσιάζω]]) [[κατεξουσία]]<br />[[εξουσιάζω]] ολοκληρωτικά, [[ασκώ]] πλήρη [[εξουσία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ο [[άνθρωπος]] κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).
|mltxt=(AM [[κατεξουσιάζω]]) [[κατεξουσία]]<br />[[εξουσιάζω]] ολοκληρωτικά, [[ασκώ]] πλήρη [[εξουσία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ο [[άνθρωπος]] κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεξουσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασκώ]] [[εξουσία]] πάνω σε, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}