κιόκρανον: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιόκρανον]], τὸ (Α)<br />[[κιονόκρανο]] («πίπτει τὸ [[κιόκρανον]] ἀπὸ τοῦ κίονος [[οὔτε]] σεισμοῦ [[οὔτε]] ἀνέμου γενομένου», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]), αν και ο τ. [[κιονόκρανον]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]].
|mltxt=[[κιόκρανον]], τὸ (Α)<br />[[κιονόκρανο]] («πίπτει τὸ [[κιόκρανον]] ἀπὸ τοῦ κίονος [[οὔτε]] σεισμοῦ [[οὔτε]] ἀνέμου γενομένου», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]), αν και ο τ. [[κιονόκρανον]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῑόκρᾱνον:''' τό ([[κίων]], [[κράνιον]]), [[κιονόκρανο]], «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
}}
}}