Anonymous

κιόκρανον: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>p. dissimil. p.</i> [[κιονόκρανον]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>p. dissimil. p.</i> [[κιονόκρανον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κιόκρανον]], τὸ (Α)<br />[[κιονόκρανο]] («πίπτει τὸ [[κιόκρανον]] ἀπὸ τοῦ κίονος [[οὔτε]] σεισμοῦ [[οὔτε]] ἀνέμου γενομένου», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]), αν και ο τ. [[κιονόκρανον]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]].
}}
}}