κόλος: Difference between revisions

387 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κολοβός]], [[βραχύς]], [[κοντός]] («πῆλ' αὐτως ἐν χειρὶ [[κόλον]] [[δόρυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κοντά]] κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του [[είναι]] κομμένα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόλος]] [[μάχη]]» — [[ονομασία]] του Θ της Ιλιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kol</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[χτυπώ]]» και συνδέεται με τις λ. [[κολάπτω]], [[κελεός]], <i>κλῶ</i>. Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>kolu</i> «[[πάσσαλος]]», ρωσ. <i>kol</i> και λιθουαν. <i>kuolas</i> «[[πασσαλίσκος]]». Η λ. [[κόλος]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[τεχνικός]] όρος και έχει αντικατασταθεί με τις σύνθετες λ. [[κολοβός]] και [[κόλουρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κολούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κολοβός]], [[κόλουρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κολαινίς</i>, [[κόλερος]], [[κολόχειρ]].
|mltxt=[[κόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κολοβός]], [[βραχύς]], [[κοντός]] («πῆλ' αὐτως ἐν χειρὶ [[κόλον]] [[δόρυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κοντά]] κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του [[είναι]] κομμένα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόλος]] [[μάχη]]» — [[ονομασία]] του Θ της Ιλιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kol</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[χτυπώ]]» και συνδέεται με τις λ. [[κολάπτω]], [[κελεός]], <i>κλῶ</i>. Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>kolu</i> «[[πάσσαλος]]», ρωσ. <i>kol</i> και λιθουαν. <i>kuolas</i> «[[πασσαλίσκος]]». Η λ. [[κόλος]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[τεχνικός]] όρος και έχει αντικατασταθεί με τις σύνθετες λ. [[κολοβός]] και [[κόλουρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κολούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κολοβός]], [[κόλουρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κολαινίς</i>, [[κόλερος]], [[κολόχειρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόλος:''' -ον, [[βραχύς]], [[κοντός]], Λατ. [[curtus]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ὦκόλε</i>, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
}}
}}