Anonymous

κόλος: Difference between revisions

From LSJ
456 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόλος:''' -ον, [[βραχύς]], [[κοντός]], Λατ. [[curtus]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ὦκόλε</i>, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κόλος:''' -ον, [[βραχύς]], [[κοντός]], Λατ. [[curtus]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ὦκόλε</i>, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόλος:''' <b class="num">1)</b> надломленный, обрубленный ([[δόρυ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тупорогий или безрогий (τὸ [[γένος]] τῶν [[βοῶν]] Her.; [[τράγος]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> прерванный, незаконченный: Κ. [[μάχη]] Прерванная битва (заглавие VIII песни «Илиады»).
}}
}}