3,277,048
edits
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορδακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόρδαξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα<br /><b>2.</b> (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό [[μέτρο]]) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[κορδακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόρδαξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα<br /><b>2.</b> (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό [[μέτρο]]) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορδᾱκικός:''' -ή, -όν, όπως ο [[χορός]] [[κόρδαξ]]· απ' όπου, [[ανάλαφρος]], [[πεταχτός]], τρεχαλητός, <i>ῥυθμὸς κ</i>., λέγεται για τα τροχαϊκά [[μέτρα]], σε Δημ. | |||
}} | }} |