Anonymous

κορδακικός: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόρδαξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα<br /><b>2.</b> (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό [[μέτρο]]) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}