3,274,903
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κόνδυλος]])<br />κυρτή υποστρόγγυλη ή [[ωοειδής]] αρθρική [[επιφάνεια]] ενός οστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[διόγκωση]] του βλαστού, της ρίζας, του ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η [[πατάτα]] [[είναι]] [[αμυλούχος]] [[κόνδυλος]]».)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> αποστρογγυλωμένο [[ορυκτό]] [[σύγκριμα]] το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό [[μέσα]] στον οποίο απαντά<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάθε]] σκληρό και οστεώδες [[εξόγκωμα]] («εἶχεν [[ἄνωθεν]] τοῡ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κλειστή [[παλάμη]] του χεριού, η [[γροθιά]], η [[πυγμή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χτύπημα]] με τη [[γροθιά]], γρονθοκόπημα («παιδὸς ὀψοφαγοῡντος ὁ Διογένης τῷ παιδαγωγῷ κόνδυλον ἔδωκεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κλείδωση]] του δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδοι]] «αστράγαλοι» (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύλος</i>, που απαντά και σε άλλες ονομ. μελών του σώματος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δάκτ</i>-<i>υλος</i>, <i>σφόνδ</i>-<i>υλος</i> / <i>σπόνδ</i>-<i>υλος</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ ινδ. <i>kanda</i>- «[[βολβός]], όγκος» [[είναι]] αβέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κονδυλώδης]], [[κονδύλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονδυλούμαι]], [[κονδύλωσις]], [[κονδυλωτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κονδυλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κονδυλοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κονδυλόρριζος]], [[κονδυλοφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ακόνδυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαμασικόνδυλος]], [[δικόνδυλος]], <i>μετακόνδυλος</i>, [[μονοκόνδυλος]], [[ρυποκόνδυλος]]]. | |mltxt=ο (ΑM [[κόνδυλος]])<br />κυρτή υποστρόγγυλη ή [[ωοειδής]] αρθρική [[επιφάνεια]] ενός οστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[διόγκωση]] του βλαστού, της ρίζας, του ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η [[πατάτα]] [[είναι]] [[αμυλούχος]] [[κόνδυλος]]».)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> αποστρογγυλωμένο [[ορυκτό]] [[σύγκριμα]] το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό [[μέσα]] στον οποίο απαντά<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάθε]] σκληρό και οστεώδες [[εξόγκωμα]] («εἶχεν [[ἄνωθεν]] τοῡ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κλειστή [[παλάμη]] του χεριού, η [[γροθιά]], η [[πυγμή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χτύπημα]] με τη [[γροθιά]], γρονθοκόπημα («παιδὸς ὀψοφαγοῡντος ὁ Διογένης τῷ παιδαγωγῷ κόνδυλον ἔδωκεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κλείδωση]] του δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδοι]] «αστράγαλοι» (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύλος</i>, που απαντά και σε άλλες ονομ. μελών του σώματος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δάκτ</i>-<i>υλος</i>, <i>σφόνδ</i>-<i>υλος</i> / <i>σπόνδ</i>-<i>υλος</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ ινδ. <i>kanda</i>- «[[βολβός]], όγκος» [[είναι]] αβέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κονδυλώδης]], [[κονδύλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονδυλούμαι]], [[κονδύλωσις]], [[κονδυλωτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κονδυλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κονδυλοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κονδυλόρριζος]], [[κονδυλοφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ακόνδυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαμασικόνδυλος]], [[δικόνδυλος]], <i>μετακόνδυλος</i>, [[μονοκόνδυλος]], [[ρυποκόνδυλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόνδῠλος:''' ὁ, [[γρονθοκοπώ]], <i>κονδύλοις πατάξαι</i>, αντίθ. προς το <i>ἐπὶ κόρρης</i> ([[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], [[ράπισμα]], [[χαστούκι]]), σε Δημ.· παροιμ., <i>κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ</i>, [[κουλούρι]] με [[ξύλο]] για [[προσφάι]], δηλ. «γερό [[ξύλο]]», σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |