3,276,932
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.]. | |mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ. | |||
}} | }} |